- αὐθεντίαν
- αὐθεντίᾱν , αὐθεντίαabsolute swayfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
господьствиѥ — ГОСПОДЬСТВИ|Ѥ (12), ˫А с. 1. Господство, владычество: величьствиѥ твоѥ доиде до || нб҃съ и г(с)ьствиѥ твоѥ в коне(ц) землѩ. (ἡ κυρεία) ГА XIII–XIV, 121а–б; господьствиѥмь в роли нар. Самовластно: да не мнѩтьсѩ бѣси, ˫ако всѩ г(с)ьствиѥмь дѣю(т),… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προκαταχωρίζω — Α [καταχωρίζω] 1. κατανέμω («τούτους ἀπογραφομένους χαράσσεσθαι..., οὓς καὶ προκαταχωρίσαι εἰς τὴν συνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ.) 2. καταχωρίζω, καταγράφω («προκαταχωρίζειν τὰς λέξεις», Απολλ. Κιτ.) 3. καταθέτω ως μάρτυρας για κάποιον 4.… … Dictionary of Greek
προσυστέλλομαι — Α συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μειώνομαι εκ τών προτέρων («οὕς καὶ καταχωρίσαι εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek